ῥίζη

ῥίζη
ῥίζα
root
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ῥίζῃ — ῥίζα root fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥίζηι — ῥίζῃ , ῥίζα root fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διισχυρίζηι — διισχυρίζῃ , διισχυρίζομαι lean upon pres subj mp 2nd sg διισχυρίζῃ , διισχυρίζομαι lean upon pres ind mp 2nd sg διισχῡρίζῃ , διισχυρίζομαι lean upon pres subj mp 2nd sg διισχῡρίζῃ , διισχυρίζομαι lean upon pres ind mp 2nd sg διισχῡρίζῃ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διισχυρίζῃ — διισχυρίζομαι lean upon pres subj mp 2nd sg διισχυρίζομαι lean upon pres ind mp 2nd sg διισχῡρίζῃ , διισχυρίζομαι lean upon pres subj mp 2nd sg διισχῡρίζῃ , διισχυρίζομαι lean upon pres ind mp 2nd sg διισχῡρίζῃ , διισχυρίζομαι lean upon pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχυρίζηι — ἰσχῡρίζῃ , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres subj mp 2nd sg ἰσχῡρίζῃ , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres ind mp 2nd sg ἰσχῡρίζῃ , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχυρίζῃ — ἰσχῡρίζῃ , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres subj mp 2nd sg ἰσχῡρίζῃ , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres ind mp 2nd sg ἰσχῡρίζῃ , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… …   Dictionary of Greek

  • φλεβί — το / φλεβίον, ΝΜΑ [φλέψ, φλεβός] (υποκορ. τ.) μικρή φλέβα, φλεβίτσα νεοελλ. ραβδωτή απόχρωση αρχ. μτφ. υπόγειο ρείθρο («ἐξ... ὑπονόμων τινῶν φλεβίων συνθλίβεσθαι τὴν πρὸς τῇ ρίζῃ τοῡ ὄρους κρήνην», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”